- ψυχογραφικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχογραφία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψυχογραφικός — ή, ό, Ν [ψυχογραφία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχογραφία … Dictionary of Greek